Τα ξεχασμένα ήθη και έθιμα του Πάσχα στα χωριά της Θεσπρωτίας...

Μαρτυρία του Θεσπρωτού εκπαιδευτικού και συγγραφέα Μάριου Μπίκα... Το Σάββατο του Λαζάρου τα παιδάκια των χωριών της Θεσπρωτίας πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα του Λαζάρου, κρατώντας ένα καλάθι (σπόρτα), που ήταν στολισμένο με λουλούδια και κουδούνια και ο σπιτονοικοκύρης τα φίλευε με αυγά ή χρήματα. Θεσπρωτός συγγραφέας και εκπαιευτικός Μάριος Μπίκας, επισημαίνει σχετικά: "Το Σάββατο
του Λαζάρου τα αγόρια από ηλικίας περίπου οκτώ έως και 13 ετών, κατά ομάδες καθ’ όλη την ημέρα επισκέπτονταν όχι μόνο τα σπίτια του χωριού τους,  τη Βέλλιανη, αλλά και των γειτονικών Προδρόμι και Καριώτι.  Μόλις έφταναν στην πόρτα του σπιτιού τραγουδούσαν ένα από τα παρακάτω τραγούδια.   Μετά το τέλος του τραγουδιού,  η σπιτο-νοικοκυρά τους πρόσφερε χρήματα, αυγά, καλούδια, ή διάφορα φρούτα :

          (1)Σήμερα ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν και τα ΒαΐαΙησούς Χριστός κατέβηκε στην πόλη Βηθανία.Βρήκε τη Μάρθα που ’κλαιε μαζί με τη Μαρία.Μάρθα μου πού’ ναι ο Λάζαρος; Πού’ ναι ο μαθητής μου;Ο Λάζαρος απέθανε, εδώ και τρεις ημέρες.Για δείξε μου τον τάφο του; για δείξε μου το μνήμα;Του έδειξαν τον τάφο του, του έδειξαν το μνήμα.Και ο Χριστός εδάκρυσεν και τ’ ουρανού κοιτάζει. Για σήκω πάνω Λάζαρε και μη βαριά κοιμάσαι.Κι ο Λάζαρος σηκώθηκε από τον κάτω κόσμο.Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον  Άδη όπου πήγες.Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.Δώσε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκιΤης καρδιάς και των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον.
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσειΚι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει.
(Το παραπάνω τραγούδι μου το έστειλε η συγχωριανή μου Περσεφονη Στεφάνου – Σουλβέγκα στις 15.3. 1997)
 (2) Κούσκουρ, κούσκουρ Λάζαρε     κούσκουρ Πετρίτη.     δως μου ένα αυγό,     δως κι άλλο ένα     να πάρουμ’ από ένα
            (3)             Σήμερα έρχεται ο Χριστός, ο Επουράνιος Θεός.            Εν τη πόλη Βηθανία, Μάρθα κλαίει κι η Μαρία            Λάζαρον τον αδελφόν τους τον γλυκόν κι αγκαρδιακόν τους.            Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν.            Την ημέρα την Τετάρτη, κίνησ’ ο Χριστός για να ’ρθει            Κι εβγήκε κι η Μαρία έξω από τη Βηθανία.            Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, δε θα πέθνισκ’ ο αδελφός μου.            Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον  Άδη φοβερίζει.            Δεύρο έξω Λάζαρέ μου, φίλε μου κι αγαπητέ μου.            Λάζαρος απολυτρώθη, αναστήθηκε σηκώθη.
            Δόξα το Θεό φωνάζουν και το Λάζαρο εξετάζουν.            Πες μας Λάζαρε τι είδες, εις τον Άδη όπου πήγες.            Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.            Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι            Της καρδιάς και των χειλέων και μη ρωτάτε πλέον.  
(4)              Το μοιρολόγι της Παναγίας
            Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα.            Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.            Σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,            οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.            Για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.            Η Παναγιά σαν τ’  άκουσε, έμεινε μοναχή της,            την προσευχή της έκανε εις τον μονογενή της.            Κοιτά δεξιά, κοιτά ζερβά, κανέναν δε γνωρίζει.            Κοιτά παραδεξιότερα, γνωρίζει τον  Αϊ Γιάννη.            Αϊ Γιάννη,  Αϊ Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιου μου,            μην είδες τον υγιόκα μου και το διδάσκαλό σου;            Τον βλέπεις εκείνο το γυμνό, τον παραπονεμένο;            Εκείνος είν’ ο γιόκας σου και ο διδάσκαλός μου.
( σ.σ . Το  μοιρολόγι της Παναγιάς, σύμφωνα με έρευνα φιλέλληνα Ελβετού καθηγητή, υπάρχει σε 256 παραλλαγές).*** Οι προετοιμασίες για τον εορτασμό του Πάσχα ξεκινούσαν πριν τη Μ. Εβδομάδα με τον καθαρισμό του σπιτιού και το ασβέστωμα της αυλής. Τη Μεγάλη Πέμπτη, από το πρωί οι γυναίκες ζύμωναν τσουρέκια και έβαφαν τα αυγά. Το πρώτο βαμμένο αυγό που  έβγαζαν από την κατσαρόλα το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι και το φύλαγαν εκεί  μέχρι το επόμενο Πάσχα. Το αυγό αυτό ήταν κάτι σαν φυλαχτό για το σπίτι τα χωράφια και τα ζώα. Το αυγό της προηγούμενης χρονιάς θάβονταν στα χωράφια ή στα μαντριά πιστεύοντας ότι έτσι  τα «γεννήματα» της γης ή των ζώων θα είναι πολλά. Το βράδυ της Ανάστασης οι νοικοκυραίοι γυρνώντας από την εκκλησία και πριν μπουν στο σπίτι σταύρωναν την εξώπορτα με το Άγιο Φως και μετά άναβαν το καντήλι  έτσι ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν το Άγιο Φως όλο το χρόνο στο σπίτι. Πατροπαράδοτο γεύμα της Κυριακής του Πάσχα ήταν  το σουβλιστό αρνί. Όμως παραδοσιακή θεωρούταν η γάστρα στην οποία έψηναν το πασχαλινό κρέας. Συνήθιζαν επίσης να φτιάχνουν πολλών ειδών πίτες. Ακόμα ένα παραδοσιακό θεσπρωτικό φαγητό, ήταν η συκωταριά με σπανάκι στη γάστρα το οποίο το έτρωγαν αντί για μαγειρίτσα. Σε πολλά χωριά μαζεύονταν οι χωριανοί στις πλατείες ή στις αλάνες έψηναν, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν όλοι μαζί.