Γυρεύοντας τον παππού και τη γιαγιά...

Η μαρτυρία του π. Ηλία Μάκου, που απέσπασε πανελλήνιο βραβείο από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών...
(Σ.Σ.: Δημοσιεύται το χρονικό-μαρτυρία του π. Ηλία Μάκου με τίτλο: Γυρεύοντας τον παππού και τη γιαγιά... Κατά τον πανελλήνιο και παγκύπριο διαγωνισμό του 2016 κέρδισε το Β΄ βραβείο. Ξεκλειδώνεται η ψυχή ενός ανθρώπου και μεταφέρει στο χαρτί τα αποθησαυρισμένα βιώματά του, ποιος δεν έχει τέτοια, για τον παππού και τη γιαγιά του). 
***     
Κοιτώ, εδώ, στον τόσο γνώριμο και αγαπημένο  χώρο του σπιτιού τους, ψάχνοντας τον παππού μου  και  τη γιαγιά μου. Και μερικές φορές νομίζω (ψευδαίσθηση
νάναι;) πως τους βλέπω με τα μάτια μου. Λεπτούς, με ρυτιδιασμένα πρόσωπα και άσπρα μαλλιά. Άλλες φορές  μου έρχονται στο μυαλό οι ατέλειωτες εκείνες ώρες, που έζησα μαζί τους. Πόσο μου λείπουν αυτές οι στιγμές...
Ας ξεκινήσω από τον παππού μου, με αφορμή ένα προσκύνημά μου στον τάφο του, μια ημέρα, που η βροχή είχε υγράνει τη γη και ανασάλευαν τα σκουλήκια πάνω στο χώμα.  Νοτισμένο ανέδινε την γνώριμη μυρωδιά, που μεθάει τους θνητούς.
Συλλογίζομαι  την μορφή του παππού μου και λυγίζω. Αναλογίζομαι τις τελευταίες μαρτυρικές στιγμές του, όταν μου έσφιγγε το χέρι και με κοίταζε στοργικά στα μάτια, και βουρκώνω.
Άκουγα με προσοχή τις ώριμες σκέψεις του, δεχόμουν ακίνητος την αυστηρή κριτική του, ένιωθα την ευαισθησία του, με καθήλωνε και με συνάρπαζε το φωτεινό βλέμμα του, που με αχόρταγο πάθος έκλεβε ζωή μέχρι λίγο πριν ξεψυχήσει. Θαύμαζα τη στάση του απέναντι στη ζωή και στους ανθρώπους . Την ευθύτητα και την ειλικρίνειά του. Τη δύναμη και τη λεβεντιά του.
Άφησε μεγάλο κενό ο παππούς.  Ωστόσο τον σκέπτομαι αμέτρητες φορές. Σκέπτομαι την επιρροή του πάνω μου...  Σκέπτομαι την τρυφερότητά του.  Αλλά και τους ξαφνικούς θυμούς του, την φιλοσοφημένη σιωπή του και τη διαπεραστική ματιά του. Τον παρατηρούσα στις συναναστροφές του και διαπίστωνα ότι η τακτική του και η τεχνική του ήταν να ακούει όταν μιλούσαν oι άλλοι, λέγοντας κάπου κάπου και μια φράση, και όταν όλοι θα είχαν πει τη γνώμη τους, κατέπληττε με τη δική του χαριστική βολή.
 Με στιγμάτισε ό,τι  μοιράστηκα μαζί του. Ποτέ, όμως, δεν του έδειξα πόσο τον αγαπούσα. Τώρα, από εκεί ψηλά, που αναπαύεται και με κοιτάζει, θέλω να πιστεύω ότι έχει καταλάβει πλέον τα αισθήματά μου.
Κοιτώντας τις φωτογραφίες του βυθίζομαι με συγκίνηση στην κοπιαστική και στερημένη ζωή του και αφουγκράζομαι το μήνυμά του πως ο βίος ο θνητός είναι μια προετοιμασία για το μοιραίο...  Ανθρώπινες μακάβριες σκιές, περιμένουν την κλαγγή στο δρόμο της προσμονής...
Στο κοιμητήρι κοιμάται ο παππούς. Και όμως χθες μου φαίνεται πως ήταν, που μου συμπαραστεκόταν, που με χαμογελούσε, που μου μιλούσε.  Χθες ήταν, που με προστάτευε.  Χθες ήταν που... Αξεθώριαστη η μνήμη του παππού, λιτό το μνήμα του, αθόρυβος ο περίγυρος. Ξαφνικά ξεσπά σαν βροντή η φωνή του στην πονεμένη καρδιά μου. «Είμαι κοντά σου...». Ευχαριστώ, ευχαριστώ  παππού. Θα σε κουβαλάω πάντοτε μέσα μου, ως ακριβή κληρονομιά μου.
Παραδίπλα του η λατρεμένη γιαγιά μου.  Πάνω στον τάφο της άφησα ένα γράμμα, για να ταξιδέψουν οι λέξεις στ’ άπειρο και να χαθούν πίσω από τους συννεφένιους σχηματισμούς.
Αγαπημένη μου γιαγιούλα. Σου γράφει, σου μιλάει αυτός, που ανέθρεψες και μεγάλωσες με μεγάλες δυσκολίες.
Λίγες ώρες πριν φύγεις, σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον.  Δεν είπαμε τίποτα... Και, όμως, είπαμε τόσα πολλά... Όχι με τα χείλη... Αλλά με της καρδιάς το πύρωμα...
Θυμήθηκα να τρώμε μπροστά στο τζάκι εσύ, ο παππούς κι εγώ. Και να τυλίγω τα χέρια μου ολόγυρά σου και να ακουμπώ με περισσή λατρεία το παιδιάτικο πρόσωπό μου στο σκαμμένο, αυλακωμένο δικό σου. Και ήταν σκαμμένο, αυλακωμένο το πρόσωπό σου, γιατί πάνω του ξεσπούσαν μανιασμένα ο χρόνος, ο πόνος, ο κάματος, τα ξεροβόρια και τα λιοπύρια. Τι αγαλλίαση, τι πρωτόγνωρη ζεστασιά με περιτύλιγε βουτηγμένο στην αγκαλιά σου.
Θυμήθηκα τα χέρια σου να με χαϊδεύουν. Ω, αυτά τα χέρια δεν τα λησμονώ ποτέ. Ήξεραν ν’ απλώνουν ακούραστα την αγάπη ολόγυρα και να μαγειρεύουν το ωραιότερο φαγητό, που μπόρεσα να γευτώ ποτέ.
Θυμήθηκα, που με περίμενες ευδιάθετη και με στρωμένο το τραπέζι, όταν γύριζα από το σχολείο. Σε κοίταζα και έβλεπα σε σένα κάτι από την αγιοσύνη της Παναγιάς.
Θυμήθηκα πως μου έδινες με χαρά, όχι χωρίς προβλήματα από το οικογενειακό περιβάλλον, ολόκληρη την αγροτική σου σύνταξη, που τόσο την χρειαζόταν το σπιτικό, για να εκδίδω, όταν ήμουν μαθητής στο Γυμνάσιο, μια εφημεριδούλα. 
Θυμήθηκα τις καθημερινές ανθρώπινες περιπέτειές σου. Την αντίστασή σου στις αντιξοότητες. Τη γενναιότητά σου, μέσα στη φουρτούνα της ένδειας και της αγωνίας. Τα βάσανα αντί να σε σκληραίνουν, σε έκαναν όλο και πιο ισχυρή όλο και πιο ευαίσθητη.
Αξέχαστη είσαι, αγαπημένη μου γιαγιά, γιατί, ζώντας δίπλα σου, βρήκα τον αλύγιστο στυλοβάτη στα δύσβατα μονοπάτια της ζωής.
Αξέχαστη είσαι, γιατί σήκωσες αδιαμαρτύρητα το φορτίο των παθών και των ιδιοτροπιών μου. Πληγώθηκες από τα λάθη μου. Έκλαψες για τις πτώσεις μου. Έγινες μάρτυρας των αναστεναγμών μου. Άκουσες τους πόθους μου και συμμερίστηκες τα όνειρά μου. Έσταξες το βάλσαμο της παρηγοριάς μέσα μου.
Η αναπόληση της γλυκιάς θωριάς σου κάνει μια νοσταλγία να αργοκυλάει στο αίμα μου και το είναι μου να σπαράσσει. Δυναμώνει το πνεύμα μου και με βυθίζει στο βάθος του ατέρμονος κόσμου σου, όπου ακτινοβολεί η φεγγοβολή της αθανασίας.