Συγκίνηση στην εκδήλωση μνήμης για τα 4 παλληκάρια από το Αλίκο, που έχυσαν το αίμα τους για την Ελλάδα

Τιμήθηκαν μέσα σε κλίμα συγκίνησης στο Αλίκο των Αγίων Σαράντα με επιμνημόσυνη δέηση και τρισάγιο από το Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Δημήτριο στο νεκροταφείο του χωριού, καθώς και με ομιλίες και κατάθεση στεφάνων στο μνημείο, τα τέσσερα παλληκάρια, που πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της δημοκρατίας, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ξημέρωνε του Αη Σπυρίδωνα στις 12 Δεκεμβρίου του 1990, όταν τέσσερα παλληκάρια από το χωριό Αλίκο των Αγίων Σαράντα
αποφασίσανε να πάρουνε το δρόμο για τη λευτεριά. Δύσκολο το εγχείρημα. Λίγοι τα κατάφεραν. Το’ ξεραν άλλωστε. Η απόφασή τους ήτανε για λευτεριά ή θάνατο. Στη δική τους περίπτωση ήταν για θάνατο. Στην προσπάθεια να περάσουν την ελληνο-αλβανική μεθόριο έγιναν αντιληπτοί από τους αλβανούς φρουρούς, οι οποίοι τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Ο δρόμος τους έμεινε ατέλειωτος. Και τα κορμιά τους άταφα στα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Για παραδειγματισμό. Και διαπόμπευση. Ο αέρας έφερε το μήνυμα στις χαροκαμένες μανάδες στο Αλίκο κι ήταν τ’ άταφα κορμιά πόνος πιο μεγάλος απ’ το θάνατο. Αυθόρμητα άφησε το θρήνο η μάνα  και χύμηξε στο δρόμο. Κοντά της κι οι άλλες. Και πίσω τους όλο το χωριό. Χωρίς να συνεννοηθούν οι Αντιγόνες κίνησαν με τα πόδια που τα έσπρωχνε η οργή να πάνε στα σύνορα να πάρουν τα κορμιά για να τα θάψουν όπως πρέπει. Στο δρόμο το πλήθος πύκνωνε. Βγήκαν οι έλληνες κι απ’ τ’ άλλα χωριά κι ενώθηκαν με το ανθρώπινο ποτάμι. Οι φρουροί δεν αντέδρασαν. Ας ήταν αυτοί που είχαν τα όπλα. Φοβήθηκαν. Ποτάμι οργής δεν είχαν ξαναδεί. Κι αυτό το πλήθος είχε πόνο στα μάτια που το δάκρυ στέρεψε και τώρα δακρύζαν αίμα. Πήρανε τα κορμιά και με πορεία λαμπρή γυρίσανε στο Αλίκο. Αλλ’ όχι, ο πόνος δεν ημέρεψε. Το πλήθος όρμηξε στην από χρόνια κλειδωμένη εκκλησιά που οι αλβανοί χρησιμοποιούσαν για αποθήκη, την άδειασε κι έστησε εκεί τα 4 φέρετρα. Κι εκεί στην ερημωμένη εκκλησιά, χωρίς παπά ή ψάλτη, πάνε χρόνια που απαγορεύτηκε η λατρεία, ζήτησαν απ’ το Θεό να μάθουν πάλι να προσεύχονται για να γαληνεύει ο πόνος. Κι ύστερα…. Ω, ύστερα. Όλοι μαζί πήραν στους ώμους τα φέρετρα των αδικοχαμένων και κίνησαν για τους Αγίους Σαράντα  γιατί η φωνή βρήκε το δρόμο της, η καρδιά άλλο πια δεν προσκυνά και η ψυχή σήκωσε το κεφάλι. Περνά το ανθρώπινο ποτάμι και γίνεται κάλεσμα στα χωριά του Βούρκου. Βουβοί στο διάβα του κι άλλοι ενώνονται μαζί του. Κι εκεί στην  πόλη των Αγίων Σαράντα με τα φέρετρα για σημαία ξεσπά. Οι Αλβανοί φρουροί που έχουν επιστρατευθεί για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση δεν ξέρουν τι να κάνουν. Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί.
Τα παλληκάρια του χωριού ξέρουν την τύχη τους. Το καθεστώς που δεν ήξερε πώς να τους αντιμετωπίσει όλους μαζί, ξέρει καλά πώς να τους τακτοποιήσει έναν- έναν. Τις επόμενες μέρες θα πρέπει ο καθένας τους να περιμένει επίσκεψη της σιγκουρίμι (αλβανική αστυνομία) κι ύστερα κανείς πια δεν θα μάθει γι’ αυτούς. Για άλλη μια φορά η απόφαση είναι ελευθερία ή θάνατος. Την άλλη μέρα όλοι μαζί παίρνουν ενωμένοι το δρόμο για την λευτεριά, το δρόμο για την πατρίδα. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. 12 Δεκεμβρίου 1990. Η μέρα αυτή που σηματοδότησε την πρώτη εξέγερση ενάντια στο τυραννικό καθεστώς Αλία, τιμάται επίσημα στην γειτονική Αλβανία ως η ημέρα της Δημοκρατίας.
Εκεί, στο ηρωικό Αλίκο, στο προσκλητήριο των εθνικών μαρτύρων προστίθενται 4 ακόμη απόντες:
Αηδόνης Ράφτης, Θανάσης Κώτσης, Θύμιος Μάσσιος, Βαγγέλης Μήτρου. Εκεί, στο κοιμητήριο του Αλίκου, πάνω στο μνήμα του παλικαριού, είναι σκαλισμένος  ο πόθος του : ΤΟ ΙΕΡΟ ΜΟΥ ΙΔΑΝΙΚΟ ΗΤΑΝ ΜΟΝΑΧΑ ΕΝΑ ΜΑΝΑ ΕΛΛΑΔΑ ΓΡΗΓΟΡΑ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΩ ΕΣΕΝΑ.