Πως από Έλληνες οι Τσάμηδες έγιναν Τούρκοι Μουσουλμάνοι και στη συνέχεια Αλβανοί!

Τι ήταν  οι Τσιάμηδες; Αυτό που  με βεβαιότητα αποδεικνύεται είναι πως δεν πρόκειται για αλβανικό φύλο ή αλβανική φυλή. 

Το λεγόμενο από τον Πουκεβίλ (Γάλλο πρόξενο στην Αυλή του Αλή πασά) ότι οι Τσάμηδες προέρχονται από την παλιά αλβανική φυλή των Σάμεις, είναι αναληθές, γιατί τέτοιο φύλο (ή φυλή) δεν υπάρχει. 

Το όνομα προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις (=Καλαμάς). 

Αυτό προκύπτει πρώτον από τον τρόπο, που προφέρεται η λέξη Τσιάμης από τους ίδιους, αλλά και από το γεγονός ότι υπάρχει πανελληνίως διαδεδομένο δημοτικό άσμα που λέγει: «Ποταμέ, Τσάμη, ποταμέ μου κ.λπ.». 

Οι αποκαλούμενοι, λοιπόν, Τσάμηδες, ήταν ένα νοθογενές συνονθύλευμα πληθυσμών, ακαθορίστου φυλετικής προελεύσεως, που κατοικούσε στις περιοχές Παραμυθιάς, Φιλιατών, Πάργας και Μαργαριτίου και σε μερικά χωριά του Δελβίνου. 

Η διαφοροποίησή τους από τον υπόλοιπο πληθυσμό έγινε σε δύο στάδια: Πρώτον, κατά τις αρχές του 18ου αιώνα ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό για να σώσουν τις περιουσίες τους.

Γι' αυτό και ο Τσάμης έγινε για το λαό συνώνυμο του ανειλικρινούς ανθρώπου (βλ. την έκφραση «Τσάμικος ταμπάκος»). 

Το δεύτερο στάδιο αφορά στη γλώσσα και στην εθνικότητα: ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων αναφερόμενος στους πληθυσμούς των Ιλλυρο‐ηπειρωτικών περιοχών γράφει ότι μερικοί ήταν δίγλωσσοι («Ένιοι και δίγλωσσοι εισι»). 

Οι Τσάμηδες άρχισαν να μιλούν κυρίως την αλβανική μετά την κυριαρχία των Αλβανών μπέηδων (ιδίως επί Αλή πασά) στις νότιες ηπειρωτικές περιοχές. 

Χρησιμοποιούσαν όμως και την ελληνική. 

Παρά την αλβανοφωνία τους είχαν συνείδηση τουρκική και όχι αλβανική. Και τούτο μέχρι το 1925‐26.    

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η περιοχή Τσαμουριάς περιήλθε στην Ελλάδα. 

Στους Τσάμηδες αναγνωρίσθηκαν δικαιώματα Έλληνα πολίτη. Γι' αυτό και αντέδρασαν στην προσπάθεια Ιταλίας και Αυστρίας που ήθελαν την υπαγωγή τους στο αρτισύστατο κράτος της Αλβανίας.

Μια φράση από το Υπόμνημα που υπέβαλαν οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας στη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου στις 6 Νοεμβρίου 1913 είναι ενδεικτική:

«Θα συμπολεμήσουμε με τ ʹ αδέλφια μας τους Χριστιανούς, μέχρις εσχάτων, για νʹ αποκρούσομε το ζυγό του αλβανικού κράτους και να διατηρήσουμε την ελευθεριά μας στην αγκαλιά της μητέραςμας Ελλάδας...». Η Ελλάδα παύει σιγά‐σιγά να θεωρείται «μητέρα» από τη στιγμή που το ελληνικό κράτος απαλλοτρίωσε τα τσιφλίκια των ισχυρών Τσιάμηδων και τα διένειμε στους ακτήμονες. 

Από τη δυσαρέσκεια αυτή επωφελήθηκαν οι Ιταλοί που με επιδέξια προπαγάνδα κατόρθωσαν να «πείσουν» τους Τσάμηδες ότι δεν είναι Τούρκοι, όπως πίστευαν, αλλά Αλβανοί! 

Δηλαδή η «αλβανοποίηση» των Τσάμηδων συντελείται εντός 10 περίπου ετών (1913‐1925). 

Μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) που προέβλεπε την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος‐Τουρκίας, οι Τσάμηδες εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής, πρώτον διότι με το υπ. αριθμ. 2874/2 υπόμνημά τους της 18ης Φεβρουαρίου 1926 δηλώνουν ότι είναι Αλβανοί ως προς τη γλώσσα και την καταγωγή, Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, αλλά Έλληνες πολίτες!

Ο πρώην βουλευτής Θεσπρωτίας αείμνηστος Στρατής Αθανασάκος, που είχε ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα και το γνώριζε καλά, είχε καταθέσει υπόμνημα επ’ αυτού, το 1986, όπου σημειώνει  μεταξύ άλλων: 

« Όπως βεβαιώνουν οι ιστορικοί, αλλά και όπως είναι τοπικά παραδεκτό, οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες είναι απόγονοι των Θεσπρωτών και προέρχονται από τους κατά καιρούς εξισλαμισθέντες κατοίκους της περιοχής.

» Στο θεσπρωτικό χώρο δεν εγκαταστάθηκαν Τούρκοι ως έποικοι, αλλά ελάχιστοι ως όργανα της τουρκικής διοικήσεως, οι οποίοι, όμως, δεν παρέμειναν μόνιμα και οικογενειακά στον τόπο.

» Ούτε Αλβανοί από την ιστορικά παραδεκτή Αλβανία, εγκαταστάθηκαν ποτέ στην Θεσπρωτία. Συνεπώς οι αποτελέσαντες κατά καιρούς την μειονότητα αυτή, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι έλκουν την καταγωγή και έχουν εθνική καταγωγή τουρκική ή αλβανική.

» Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες διακρίνονταν περισσότερο για το έντονο θρησκευτικό τους πιστεύω και λιγότερο για το εθνικό τους πιστεύω και θεωρούσαν πατρίδα τους τη χώρα της θρησκείας τους, την Τουρκία. Γι’ αυτό και μετά τη μη ανταλλαγή τους κατά το 1926, πωλούσαν, όσοι έβρισκαν αγοραστές, την ακίνητη περιουσία τους και μετανάστευαν στην Τουρκία και κανένας στην Αλβανία».

ΗΛΙΑΣ ΜΑΚΟΣ