Λιγότερα από κάθε άλλη χρονιά τα παιδιά, που είπαν τα κάλαντα του Λαζάρου στη Θεσπρωτία!

Λιγότερα από κάθε άλλη χρονιά τα παιδιά, που είπαν, φέτος τα κάλαντα του Λαζάρου στη Θεσπρωτία! Μια ένδειξη ότι τα ήθη και τα έθιμα αρχίζουν να παραμελούνται, αλλά και μια απόδειξη ότι λιγοστεύουν τα παιδιά, κυρίως στα χωριά. Τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν τα ειδικά κάλαντα (Λαζαρικά) σε διάφορες παραλλαγές, που εξιστορούν την «εκ νεκρών έγερση» του Λαζάρου. Τελειώνοντας το τραγούδι τους τα "Λαζαράκια", όπως αποκαλούνται οι καλαντιστές της ημέρας, συνεχίζουν με ευχετικούς και επαινετικούς στίχους για το σπίτι και δέχονται ως φιλοδώρημα χρήμτα, παλαιότερα αυγά που τα τοποθετούσαν σ’ ένα στολισμένο καλαθάκι. Τον "Λάζαρο" τραγουδούν κυρίως κορίτσια σχολικής ηλικίας, τα οποία αποκαλούνταν "Λαζαρίνες", "Λαζαρίτσες", "Λαζαρούδισσες" κ.α. Γενικότερα, το Σάββατο του Λαζάρου λαμβάνει χαρούμενο χαρακτήρα, καθώς η έγερση του Λαζάρου προαναγγέλλει την Ανάσταση του Χριστού.

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.

Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.

Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που 'ν' το στόμα μου πικρό φαρμάκι.

Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που 'ν' το στόμα μου, σαν περιβόλι.

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.

Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.

Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.

Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.

Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.