Η "Νεκρανάσταση του Γρηγόρη": Το χρονικό-μαρτυρία του π.Ηλία Μάκου, που βραβεύτηκε από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών

Η μεγάλη ώρα έρχεται συνήθως ακάλεστη. Φεύγει ο Γρηγόρης θλιμμένος και γεμάτος αγωνία, προπάντων αγωνία, από το μικρό χωριό του στη Θεσπρωτία, όπου μέχρι τώρα, κοντά στα 60, ζει αμέριμνος μέσα στην ομορφιά του τόπου, ασχολούμενος με το κοπάδι του. Αναχωρεί πολύ ανήσυχος και αρκετά αναστατωμένος για νοσοκομείο  της Αθήνας, όπου πρόκειται να εγχειριστεί, έστω και αν τον διαβεβαιώνουν οι γιατροί ότι η χειρουργική επέμβαση,  που θα υποβληθεί, είναι υπόθεση ρουτίνας. Νιώθει, ναι, το αισθάνεται, πως κάτι κακό θα του συμβεί. Το βλέπει κανείς στο σκοτεινιασμένο βλέμμα του. Το ακούει στα απαισιόδοξα λόγια του. Αυτός ο ανυπότακτος και ευδιάθετος
άνθρωπος, τώρα βασανίζεται. Καθώς ο Γρηγόρης οδεύει προς το χειρουργείο, η στενοχώρια του ξεχειλίζει…  Έξω, στο θάλαμο αναμονής,  στέκουν οι δικοί του άνθρωποι και  περιμένουν  την έξοδό του. Εξαιτίας της  μεγάλης καθυστέρησης ανησυχούν. Μετά από επτά περίπου ώρες βγαίνει διασωλημένος από το χειρουργείο σε δεινή κατάσταση. Αιμορραγεί ακατάσχετα. Κουρασμένος ο χειρουργός δηλώνει  πως κάτι δεν πήγε καλά, αλλά εκφράζει την ελπίδα πως όλα θα εξελιχθούν ομαλά. Δυστυχώς δεν εξελίσσονται,
αφού η αιμορραγία συνεχίζεται και μετά από δύο ώρες οδεύει ξανά προς το χειρουργείο. Η θλίψη και η πίκρα εκφράζονται  έντονα στο πρόσωπό του, που είναι μια φουσκωμένη μάζα. Ίσως μέσα του αναρωτιέται: Γιατί, γιατί σ’ εμένα;  Ταυτόχρονα, όμως, διακρίνει κανείς στο βάθος των ματιών του την αποφασιστικότητά του να ζήσει. Τη σιδερένια θέλησή του να παλέψει, για να κρατηθεί στη ζωή.

Συγγενείς και φίλοι σπεύδουν στο νοσοκομείο και πλησιάζουν τους γιατρούς, ρωτώντας τους για την εξέλιξη της κατάστασης. Οι απαντήσεις δεν αφήνουν σχεδόν κανένα περιθώριο αισιοδοξίας.
Αυτές τις ώρες ο γιος του επιθυμεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να ακούσει τη στοργική και γλυκιά φωνή του πατέρα του και να τον ιδεί. Αλλά ο πατέρας  χαροπαλεύει στα «μαρμαρένια αλώνια» και δεν φθάνουν ως εκεί οι στεναγμοί του γιου του, που πλέει μέσα στη μεγάλη οδύνη. Η ψυχή του παραιτείται από τον αγώνα της ισορροπίας της. Χάνονται οι στιγμές της φυσιολογικής μακαριότητας.  Τι θύελλα, στ’ αλήθεια, τούτος ο εσωτερικός αναταργμός. Φέρνει μελαγχολία το παγερό αίσθημα «απόγευσης» της ζωής. Τα ξημερώματα, μετά το δεύτερο χειρουργείο, ο Γρηγόρης μεταφέρεται σε καταστολή στο δωμάτιο και έπειτα από δύο ημέρες στη μονάδα εντατικής θεραπείας με ανοιχτό το σημείο εγχείρησης και με πληθώρα γαζών μέσα σ’ αυτό, προκειμένου να αντιμετωπιστεί με πρακτικό τρόπο η μεγάλη αιμορραγία . Έχει επείγουσα ανάγκη αίματος.  Και  η μοναδική λύση να παραμείνει ζωντανός είναι οι συνεχείς  μεταγγίσεις αίματος.

Ο κ. Νίκος, φίλος του άρρωστου, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κινητοποιείται χωρίς καθυστέρηση. Απευθύνει προσκλητήριο ανάγκης προς φοιτητές και αυτοί ανταποκρίνονται.  Σαράντα πέντε περίπου νεαροί, δίνοντας το αίμα τους με προθυμία για έναν άγνωστό τους, αποδεικνύουν πολύ πειστικά ότι και στις ημέρες μας υπάρχει αγάπη λεπτή, χαριτωμένη, θερμή.

Μετά από κάποιες ημέρες ο Γρηγόρης εξέρχεται από τη μονάδα εντατικής θεραπείας και επιστρέφει στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Φαίνεται πως ο Θεός ανανέωσε το λάδι στο καντήλι του, αν και ακόμη οι δυσκολίες είναι πολλές. Κάποιοι σκέπτονται ότι την ημέρα της εγχείρισης, 9 Νοεμβρίου, η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του αγίου Νεκταρίου και αβίαστα αναφωνούν: Το έκανε το θαύμα του ο άγιος.

Από τους πρώτους, που τον πλησιάζουν είναι η διαλεχτή σύζυγός του, η αγαπημένη του αδελφή και ο κ. Νίκος.  Δάκρυα κυλούν στα πρησμένα μάγουλα του ανήμπορου Γρηγόρη. Αναβλύζουν από την εσωτερική δεξαμενή και στάζουν από τον ουρανό των ματιών του. Δάκρυα βουτηγμένα στη σιωπή. Πολυσήμαντα ανθρώπινα δάκρυα. Λόγοι μυστικοί της καρδιάς.

Κοιτάζει τους γύρω του σιωπηλός. Το βλέμμα του προχωρεί στο καθορισμένο μέλλον. Όταν θα σβήσει  το λυχνάρι και θα φεγγίσει μια νέα αυγή. Τους αντικρύζει ολύμπιος. Τα μάτια του δροσίζουν και πάλι. Είναι σαν να τους φανερώνει τη σκέψη του. «Όμως, εγώ ζω τώρα».

Το επόμενο διάστημα κυλά βασανιστικά.  Χρειάζονται τελικά άλλες τρεις χειρουργικές επεμβάσεις και 125 συνολικά ημέρες νοσηλείας, μέχρις ότου ο Γρηγόρης να πορευθεί τον αναστάσιμη κατεύθυνση προς τον τόπο του και να δει με λαχτάρα τον ήλιο του χωριού του. Είναι αξιοσημείωτο ότι μία νοσηλεύτρια, που έζησε από την πρώτη στιγμή την τραγωδία του, τον ονομάζει Λάζαρο. Γιατί ήταν σχεδόν νεκρός και αναστήθηκε. 

Με τα χείλη σφιγμένα, χωρίς σπαραχτικές κραυγές, δείχνει υποδειγματική αντοχή και ανοχή. Καταφέρνει και κατακτά στη μία στιγμή, που βιαστικά διαβαίνει, την διάρκεια.

Όλη αυτή την μακριά περίοδο της παραμονής του στο νοσοκομείο, παρά τα πολλά και σοβαρά προβλήματα, η καρδιά του είναι ανοιγμένη στην ελπίδα.  Άλλωστε έχει τόσο ουρανό από πάνω του. Ενδυναμώνεται καθώς ξέρει ότι δεν είναι ούτε για μια στιγμή ολομόναχος. Oρισμένοι άνθρωποι αγάπης είναι πάντοτε διαθέσιμοι, έτοιμοι να τον βοηθήσουν, να τον παρηγορήσουν. Δεν του ζητούν τίποτε ως αντάλλαγμα, παρά μόνο να τους αφήσει να τον αγαπούν.

Ο κ. Νίκος και η σύζυγός  του σε καθημερινή βάση εκφράζουν με ποικίλους τρόπους την πολυδύναμη αγάπη τους. Έχουν μάθει να ανθίζουν, να ευωδιάζουν και να καρποφορούν, σκορπώντας μία μεθυστική ομορφιά, ένα ευδαιμονικό άρωμα. Και δίνουν το σημαντικό μήνυμα πως από τον καθένα μας εξαρτάται η ανθρώπινη κοινωνία να γίνει ένας ωραίος ανθόκηπος. Η λάβα της αγάπης τους εξακοντίζεται προς τον Γρηγόρη και λαμπικάρει την ψυχή του, λιώνει τον πόνο του. Αποδεικνύουν και διδάσκουν ανελλιπώς  με το παράδειγμά τους πως η λέξη «αγαπώ» είναι ρήμα εξακολουθητικό. Σηκώνουν στους ώμους τους μια τεράστια έννοια. Μια ασήκωτη πράξη. Την  αγάπη. Ενάντια πολλές φορές των ατομικών τους συμφερόντων και της προσωπικής τους ησυχίας και ηρεμίας. Ο Γρηγόρης πλημμυρισμένος από ευγνωμοσύνη για τη μεγαλειώδη στήριξή του λέει με ειλικρίνεια στον κ. Νίκο: «Είσαι δεύτερος Θεός μου». Ομολογία, που δεν ερμηνεύεται στις τυπωμένες λέξεις, αλλά στις  χορδές των ψυχών.

Μέσα στους ανθρώπους δεν ξεφυτρώνουν μόνο αγριόχορτα, αλλά και όμορφα λουλούδια. Υπάρχουν υπάρξεις, που προχωρούν στη ζωή απλά, αγνά, θαρραλέα. Δίνονται με αυταπάρνηση στον συνάνθρωπό τους και σκορπούν την καλοσύνη. Έχουν δεθεί με τα χρυσά δεσμά της αγάπης, ξέροντας καλά πως κάποτε όλα θα τελειώσουν και θα μείνει μόνη αυτή κυρίαρχη.  Του ανθρωπισμού η έκταση δεν καλύπτεται με ό,τι προσπίπτει στην  αντίληψη των αισθήσεων. Η αθόρυβη και ανεπαίσθητη στροφή προς τον άλλον είναι η καταξίωση της αγάπης στην υψηλότερή της έκφραση.
Αλλά, αλήθεια, γιατί  τα γράψαμε όλα αυτά; Γιατί; Υπάρχουν πάντα πολλοί δρόμοι. Θα μπορούσε στην περίπτωση του Γρηγόρη να θεωρηθεί σωστότερος ο δρόμος της εσωτερικής σιωπής και να αποσιωπηθεί η περιπέτειά του. Όταν, όμως, οι θλίψεις γεμίζουν το ποτήρι της  ζωής, όταν οι δοκιμασίες βαραίνουν το σακίδιο του χρόνου, όταν δημιουργούνται σταγόνες  χαράς ή λύπης, κύματα επιτυχίας ή αποτυχίας, καταρράκτες ζωής ή θανάτου, το συναίσθημα υπερχειλίζει. Δεν ξέρουμε τι ποτέ στη ζωή θα αντικαταστήσει ένα τέτοιο βίωμα. Όμως ετούτες οι μαρτυρίες των γεγονότων , που τόσο μας κέντησαν κατάβαθα, θα θέλαμε να γίνουν ο καθρέφτης μας…