Το Σούλι "επαναστατεί" και πάλι, όχι με ντουφέκια, αλλά με το μόχθο των λιγοστών κατοίκων, που απέμειναν!

Σε κάθε σπιθαμή του Σουλίου συναντιέται η ιστορία, που ξιφουλκεί με το πέπλο της ομίχλης, το οποίο συχνά καλύπτει τα σουλιώτικα βουνά και  ξεφεύγει από από τα πιο ψηλά σύννεφα, χαμηλώνει γοργά και  αγκαλιάζει τον ηρωικό τόπο. Το Σούλι "επαναστατεί" και πάλι, όχι με ντουφέκια, αλλά με τη δύναμη ψυχής και το μόχθο των λιγοστών κατοίκων, που απέμειναν! Εξακολουθούν, κάτω από συνθήκες όχι εύκολες, να ζουν εκεί, κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι, παραμένοντας ψυχικά ανυπότακτοι, όπως και οι
πρόγονοί τους. Η αίσθηση της ιστορίας και κυρίως οι θρύλοι των Σουλιωτών, των επαναστατών πριν από την Επανάσταση, που είχαν σε αυτόν τον βραχώδη μέρος τα σπίτια, τα πηγάδια και τις εκκλησιές τους, στα τέσσερα χωριά του οροπεδίου, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και τον Αβαρίκο, τους κρατούν σε εγρήγορση καρδιάς, αλλά και τους κάνουν να συνειδητοποιήσουν ότι μπορεί οι πρόγονοί τους να σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα από το κυνηγητό του Αλή Πασά, σώθηκαν μόνο αυτοί που κατάφεραν να μπουν στα τείχη της Πάργας και μετά να καταφύγουν στα Επτάνησα, άλλοι θυσάστηκαν στο Ζάλογγο, το γένος Μπότσαρη κατέφυγε στη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Σέλτου στα Αγραφα, όπου αποδεκατίστηκε, από τους 1.200 σώθηκαν 50, ανάμεσά τους ο Κίτσος Μπότσαρης μαζί με τον μικρό γιο του Μάρκο, όμως δεν έσβησαν. Οι Σουλιώτες γύρισαν ξανά στα βουνά τους το 1820 για να κάνουν αυτό που ήξεραν πάντα να κάνουν, να επαναστατούν. Έτσι και οι σημερινοί Σουλιώτες κάνουν το καθήκον τους, σε άλλες εποχές και σε άλλες συνθήκες, επιμένοντας να διατηρούν τη φύτρα τους.