Τα αρχαία Γίτανα στη Θεσπρωτία έρχονται στο προσκήνιο!






Με το έργο ανάδειξης της Κάτω Πόλης των Γιτάνων, που χρηματοδοτήθηκε από το ΕΣΠΑ, έχουν αναδειχθεί τα σημαντικότερα μνημεία του οικισμού και σε συνδυασμό με το έργο ανάδειξης - ανάπλασης του αρχαιολογικού χώρου της προηγούμενης προγραμματικής
περιόδου, έχει καταστεί προσβάσιμο το σύνολο σχεδόν του αρχαιολογικού χώρου. Ο προϊστάμενος της ΛΒ΄ Εφορείας  Γ. Ρήγινος τονίζει  την αναγκαιότητα πραγματοποίησης ορισμένων ακόμη ανασκαφών. Όπως αναφέρουν οι αρχαιολόγοι Βασιλική Λάμπρου καιΘεοδώρα Λάζου "τα Γίτανα, δεύτερη -κατά χρονολογική σειρά- πρωτεύουσα της αρχαίας Θεσπρωτίας και έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών, ταυτίζονται με τα ερείπια οχυρωμένου οικισμού στη νοτιοδυτική πλαγιά του βουνού της Βρυσέλλας, στη συμβολή του Καλπακιώτικου με τον ποταμό Καλαμά (αρχαίος Θύαμις). Από την προνομιακή τους θέση ήλεγχαν την έξοδο του πλωτού τότε ποταμού προς τη θάλασσα. Στα 150 περίπου χρόνια ζωής της, από την ίδρυσή της το 335/330 π.Χ. έως και την κατάληψή της από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., η πόλη αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά, διοικητικά και οικονομικά κέντρα της ευρύτερης περιοχής του Ιόνιου. Οι επιγραφικές μαρτυρίες και οι φιλολογικές πηγές, σε συνδυασμό με τα πορίσματα των πρόσφατων ερευνών, επιτρέπουν την ταύτιση της προαναφερθείσας θέσης με τα αρχαία Γίτανα. Η παλαιότερη πληροφορία για την ύπαρξη των Γιτάνων σαν έδρα του Κοινού των Θεσπρωτών μαρτυρείται από το περιεχόμενο ενός απελευθερωτικού ψηφίσματος που βρέθηκε στο χώρο της αγοράς, το οποίο χρονολογείται μεταξύ του 350 και 300 π.Χ., ενώ επιβεβαιώνεται και από την αρχαία γραπτή παράδοση (Λίβιος, Πολύβιος). Η τελευταία γραπτή μαρτυρία για την πόλη (Λίβιος) χρονολογείται το φθινόπωρο του 172 π.Χ., έτος κατά το οποίο έφθασαν στην Ήπειρο Ρωμαίοι απεσταλμένοι με αφορμή την προετοιμασία της οργάνωσης των πολεμικών επιχειρήσεων εν όψει της επικείμενης έναρξης του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου. Η εύρεση 3.000 πήλινων σφραγισμάτων, πάνω στα οποία αναγράφεται σε δωρική διάλεκτο το όνομα «ΓΙΤΑΝΑ», κατά την ανασκαφή μεγάλου δημοσίου κτιρίου («Κτίριο Α»), το οποίο ταυτίζεται με το Πρυτανείο της πόλης, επιβεβαιώνει την ταύτιση του ονόματος με το σωζόμενο από τη φιλολογική παράδοση. Ο αρχαίος οικισμός περιβάλλεται στις τρεις πλευρές από τον ποταμό Καλαμά. Στα βορειοανατολικά ο ορεινός όγκος της Βρυσέλλας, όπου και η ακρόπολη των Γιτάνων, δεσπόζει στο εσωτερικό της δελταϊκής πεδιάδας, που σχηματίστηκε από τις προσχώσεις του ποταμού και παρέχει επιπλέον φυσική προστασία στην αρχαία πόλη. Η προνομιούχος -από άποψη κάλλους και οχύρωσης- θέση σε συνδυασμό με την άμεση πρόσβαση στους φυσικούς πόρους της περιοχής συντέλεσαν στην πρώιμη κατοίκηση της περιοχής από τους προϊστορικούς, ήδη, χρόνους, καθώς παρείχαν αυτάρκεια και ασφάλεια στους κατοίκους. Αυτό υποδεικνύεται από την εύρεση πυριτολιθικών λεπίδων και προϊστορικών οστράκων στην ευρύτερη περιοχή του αρχαιολογικού χώρου. Κατά την αρχαιότητα, ο ποταμός ήταν πλωτός από τις εκβολές του στο Ιόνιο μέχρι, τουλάχιστον, το ύψος των Γιτάνων, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ανάπτυξη του οικισμού ως σημαντικού εμπορικού κέντρου. Μέσω του υδάτινου αυτού δρόμου και των παραποτάμιων οδικών αρτηριών, διακινούνταν άνθρωποι και αγαθά -σε ένα κατά τα άλλα δύσβατο τοπίο- και εξασφαλιζόταν η πρόσβαση προς τη θάλασσα, αλλά και την εύφορη ποτάμια κοιλάδα, όπου βρίσκονταν οι σημαντικοί οικισμοί της Λυγιάς και της Μαστιλίτσας. Ταυτόχρονα, υπήρχε άμεση επικοινωνία με τις άλλες μεγάλες πόλεις κατά μήκος του ποταμού (αρχαία Φανοτή, οικισμός στη Ραβενή κ.α.) αλλά και εκείνες στα παράλια της Θεσπρωτίας (Ελίνα κ.α.). Η ίδρυση της αρχαίας πόλης τοποθετείται, με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις αρχαίες πηγές, στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., εποχή η οποία συμπίπτει με την προσάρτηση της νότιας Κεστρίνης, της περιοχής δηλ. που οικοδομήθηκε ο οχυρωμένος οικισμός. Η κατοίκηση συνεχίζεται χωρίς διακοπή και στους ελληνιστικούς χρόνους, όπως αποδεικνύεται από τα κτίρια που έχουν ανασκαφεί εντός του οικισμού, αλλά και από τα ευρήματα των τάφων στα βορειοανατολικά της οχύρωσης και δυτικά του φράγματος του Καλαμά. Αντίθετα, δεν υπάρχουν αρχιτεκτονικά λείψανα που θα μπορούσαν να χρονολογηθούν στην περίοδο μετά την κατάληψή της από τους Ρωμαίους. Όπως μαρτυρούν τα εκτεταμένα στρώματα καταστροφής των ανασκαμμένων κτιρίων, φαίνεται ότι ο αρχαίος οικισμός καταστράφηκε το 167 π.Χ. και κατοικήθηκε σποραδικά μέχρι τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. οπότε και εγκαταλείφθηκε οριστικά".