Γυρίσαμε πίσω ολοταχώς, στα χρόνια της πείνας!

Του Άγγελου Πυριόχου
Ήλιος λαμπρός και κρύο. Η θάλασσα σπασμένος καθρέφτης. Βόλτα στο λιμάνι. Στις βάρκες πλάι. Οι στεριές απέναντι πεντακάθαρες. Πρωτοσέλιδα κρεμασμένα στα περίπτερα. Ολική επαναφορά στην πραγματικότητα. «Το Μνημόνιο μας οδήγησε στη χρεοκοπία». Σιγά την είδηση… Μου χαμογελά ο ήλιος, με καλημερίζει ο άγνωστος,
μεγάλο κέρδος η «καλημέρα». Φτάνω στο μόλο. Ανεβαίνω τα σκαλάκια του φάρου. Αν κάπνιζα, θα άναβα τσιγάρο. Πιτσιρίκια με ποδήλατα και δυο απίστευτοι που κάνουν παρκούρ. Πηδούν πάνω από τα μπλόκια, πάνω από τα σύννεφα σε μια απίστευτη επίδειξη ικανοτήτων. Αίσθηση ελευθερίας ίσως. Αισιοδοξία μέσα μου. Ασκηση χαμόγελου. Δεν επιτρέπω μελαγχολία και αρνητικές σκέψεις στον εαυτό μου. Τον αναγκάζω όμως να έχει επαφή με την πραγματικότητα. Τα καλύτερα όνειρα τα βλέπεις με τα μάτια ανοιχτά. Πριν φτάσω στη θάλασσα, πέρασα από ένα χώρο δωρεάν διανομής τροφίμων. Απ’ έξω. Τυχαία. Αγνοούσα την ύπαρξή του. Ουρά μεγάλη. Πρόσωπα άγνωστα, πρόσωπα γνωστά. Με κεφάλια κατεβασμένα. Έπιασα κουβέντα με μια κυρία του «Κοινωνικού Παντοπωλείου». Ρύζι, μακαρόνια, γάλα και κονσέρβες. Μνήμες. Τις κουβάλησα να τις ξεπλύνει η θάλασσα. Με είδα με κοντό παντελονάκι ανάμεσα στα παιδιά με τα ποδήλατα. Ένα παλιό γερμανικό ποδήλατο, έπρεπε ν’ ανέβω σε πεζούλι να φτάσω τη σέλα. Ο πατέρας σε ευκαιριακά μεροκάματα στο λιμάνι, συνήθως φόρτωνε – ξεφόρτωνε τσουβάλια, τη μια τσιμέντο, την άλλη στάρι. Χαρτί απορίας από τον παπά της ενορίας. Μια φορά το μήνα στην εκκλησία για τρόφιμα. Μακαρόνια χύμα, ρύζι με μαμούνια, γάλα σκόνη, τυρί σε τσίγκινο δοχείο, κίτρινο, το άνοιγες και άνοιγες αμέσως το παράθυρο για να μη λιποθυμήσεις. Από τη μυρωδιά του. Πράσινο σαπούνι και καραμέλες. Στο σχολείο, συσσίτιο. Ένα καζάνι με γάλα. Σκόνη. Σαν ασβέστης σε νερό. Μια φέτα ψωμί με το απαίσιο ψωμί. Φέρναμε κυπελλάκι για το γάλα. Πλαστικό, πτυσσόμενο, χωρούσε στην τσέπη σου. Πολλά παιδιά περίμεναν για περίσσευμα. Γέμιζαν τυρί και ψωμί τις τσάντες τους. Θυμάμαι κάτι ηλικιωμένους στα κάγκελα. Περίμεναν να τους δώσουμε λίγο τυρί, μια φέτα ψωμί. Χριστούγεννα – Πάσχα, είχαμε δωρεάν ρουχισμό. Δέματα από την Αμερική. Μεταχειρισμένα. Τεράστια νούμερα. Με ένα πουκάμισο, η μάνα μας έραβε τρία. Έτσι μεγαλώσαμε. Μετά, αφήναμε εμείς ρούχα στις εκκλησίες για τα παιδιά της Αφρικής. Τρόφιμα για πεινασμένους λαούς και σκάνδαλα στις μητροπόλεις επειδή πωλούσαν οι παπάδες τις προσφορές. Δεν τους πληρώνουν και καλούν την Αστυνομία για απέλαση. Είμαστε πάντα πίσω και πίσω ολοταχώς…